- μίασμα
- το (ΑΜ μίασμα) [μιαίνω]1. το αποτέλεσμα τού μιαίνω, μόλυσμα, ρύπος («μὴ μίασμα τών φυτευσάντων λάβῃς», Σοφ.)2. (για πρόσ.) ο ηθικά επιζήμιος για τον περίγυρό του («μίασμα χώρας... ἐλαύνειν», Σοφ.)3. (γενικά) έμβιος ή άβιος νοσογόνος παράγοντας που εμφανίζεται στον αέρα ή στο νερό προκαλώντας επιδημίες (α. «το μίασμα τής ελονοσίας» β. «πνεῡμα μεμιασμένον νοσηροῑσι μιάσμασι», Ιπποκρ.)νεοελλ.μτφ. (για ιδέες) κάθε νοσογόνος παράγοντας που θεωρείται ότι μπορεί να μολύνει το πνεύμα και την ψυχή τού ανθρώπου («το μίασμα τού ρατσισμού»)αρχ.1. μόλυσμα που προέρχεται ιδίως από φόνο ή άλλη μιαρή πράξη («μίασμα φεύγων αἵματος Παλλαντιδῶν», Ευρ.)2. μόλυσμα που προέρχεται από αμαρτία και ιδίως από αμαρτία η οποία έχει σχέση με σαρκικές απολαύσεις.
Dictionary of Greek. 2013.